λεκανοσκοπία

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεκᾰνοσκοπία Medium diacritics: λεκανοσκοπία Low diacritics: λεκανοσκοπία Capitals: ΛΕΚΑΝΟΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: lekanoskopía Transliteration B: lekanoskopia Transliteration C: lekanoskopia Beta Code: lekanoskopi/a

English (LSJ)

Ep. λεκανοσκοπίη, ἡ, the inspecting of a dish, in order to divine, Man.4.213.

German (Pape)

[Seite 27] ἡ, das Beschauen der Schüssel, um daraus zu weissagen, Maneth. 4, 213.

Greek Monolingual

η (Α λεκανοσκοπία, επικ. τ. λεκανοσκοπίη)
η λεκανομαντ(ε)ία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεκανοσκόπος < λεκάνη + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ηπατοσκοπία].