λεμβάδιον

From LSJ

German (Pape)

[Seite 28] τό, dim. von λέμβος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεμβάδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λέμβος, Βυζ. λέξ., Λοβ. Φρύν. 74.

Greek Monolingual

λεμβάδιον, τὸ (Μ)
μικρή λέμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + υποκορ. κατάλ. -άδιον (πρβλ. κηπάδιον, κρεάδιον)].