Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεμβοστάσιο

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

το
μέρος στεγασμένο σε ναύσταθμο για την αγκυροβόληση τών λέμβων, αλλ. λεμβώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + -στάσιο (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. κλιμακοστάσιο, λεβητοστάσιο].