λεπρώ

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek Monolingual

(Α λεπρῶ, -άω και -όω) λέπρα
1. προσβάλλομαι από λέπρα ή πάσχω από αυτήν
2. (συν. στη μέσ.) λεπροῦμαι, -όομαι
γίνομαι λεπρός
αρχ.
γίνομαι λεπιδωτός ή τραχύς («λεπρὰν τὴν κύστιν», Ιπποκρ.).