λεπτόχειλος

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόχειλος Medium diacritics: λεπτόχειλος Low diacritics: λεπτόχειλος Capitals: ΛΕΠΤΟΧΕΙΛΟΣ
Transliteration A: leptócheilos Transliteration B: leptocheilos Transliteration C: leptocheilos Beta Code: lepto/xeilos

English (LSJ)

ον, v.l. for λεπτοχειλής.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λεπτόχειλος, -ον)
αυτός που έχει λεπτά χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -χείλος (< χεῖλος)].