λευκάνθεμο
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
Greek Monolingual
το (Α λευκάνθεμον) βοτ.
ονομασία διαφόρων φυτικών ειδών του αρχαίου γένους ανθεμίς, που, σύμφωνα με τη σημερινή κατάταξη, ανήκουν στην οικογένεια σύνθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ἄνθεμον «άνθος»].