λευκοσίδηρος

From LSJ

ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm

Source

Greek Monolingual

ο
λεπτό έλασμα από μαλακό χάλυβα, καλυμμένο με στρώμα κασσιτέρου, κν. τενεκές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. fer blanc. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].