ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
ος, ον :qui procure le passage au peuple ou à l'armée.Étymologie: att. c. λαοπόρος, de λαός, πόρος.
λεωπόρος: атт. = λᾱοπόρος.