ληναΐζω

From LSJ

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source

Greek Monolingual

ληναΐζω (Α) Λήναι
1. εορτάζω την εορτή του Βάκχου
2. γράφω δραματικό έργο για τα Λήναια.

German (Pape)

das bacchische Kelterfest feiern, dafür dichten, Clem.Al. admon. p. 2.