ληστοδιώκτης

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source

Greek Monolingual

ο (AM λῃστοδιώκτης)
ο διώκτης ληστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + διώκτης (< διώκω)].