λιγυρόφωνος

From LSJ

Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)

Source

German (Pape)

[Seite 43] mit heller Stimme, Sp.

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, λιγύφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγυρός + -φωνος (< φωνή)].