λιθαστής
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
λιθαστοῦ, ὁ, one who stones, A.D.Adv.135.25.
German (Pape)
[Seite 44] ὁ, der Steiniger, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθαστής: -οῦ, ὁ, ὁ λιθοβολῶν, Θεοδ. Προδρ. Ἐπιγράμμ. σ. 210, 8f, ἔκδ. Souvigny, Ἐκκλ.