λιμενάρχης

From LSJ

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐμενάρχης Medium diacritics: λιμενάρχης Low diacritics: λιμενάρχης Capitals: ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ
Transliteration A: limenárchēs Transliteration B: limenarchēs Transliteration C: limenarchis Beta Code: limena/rxhs

English (LSJ)

λιμενάρχου, ὁ, harbour-master, PGiss.10.4 (ii A.D.), Cod.Just.7.16.38, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 47] ὁ, Hafenaufseher, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λῐμενάρχης: -ου, ὁ, ἐπιθεωρητὴς ἢ ἐπόπτης τοῦ λιμένος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α λιμενάρχης)
ο προϊστάμενος της λιμενικής αρχής
νεοελλ.
βαθμός ανώτερου αξιωματικού του λιμενικού σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος + -άρχης (< ἄρχω)].