λιναίος

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

λιναῖος, -αία, -ον (Α) λίνον
1. σχετικός με το λίνο («λιναῖος φόρος», πάπ.)
2. παρασκευασμένος από λίνο ή από λινό ύφασμα («θώρακες λιναῖοι», Αιν.).