λινόκοκκος
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
Greek Monolingual
λινόκοκκος, ὁ (Μ)
λινόσπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κόκκος (πρβλ. καλλίκοκκος)].
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
λινόκοκκος, ὁ (Μ)
λινόσπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κόκκος (πρβλ. καλλίκοκκος)].