καλλίκοκκος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
[ῐ], ον, with beautiful seeds, ῥόα Thphr. CP 1.9.2.
German (Pape)
[Seite 1310] schönkernig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίκοκκος: -ον, ἔχων ὡραίους κόκκους, ῥόα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 9, 2.
Greek Monolingual
καλλίκοκκος, -ον (Α)
(για ρόδι) αυτό που έχει ωραίους κόκκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κοκκος (< κόκκος), πρβλ. σκληρόκοκκος, χρυσόκοκκος].