καλλίκοκκος

From LSJ

Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir

Menander, Monostichoi, 421
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίκοκκος Medium diacritics: καλλίκοκκος Low diacritics: καλλίκοκκος Capitals: ΚΑΛΛΙΚΟΚΚΟΣ
Transliteration A: kallíkokkos Transliteration B: kallikokkos Transliteration C: kallikokkos Beta Code: kalli/kokkos

English (LSJ)

[ῐ], ον, with beautiful seeds, ῥόα Thphr. CP 1.9.2.

German (Pape)

[Seite 1310] schönkernig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίκοκκος: -ον, ἔχων ὡραίους κόκκους, ῥόα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 9, 2.

Greek Monolingual

καλλίκοκκος, -ον (Α)
(για ρόδι) αυτό που έχει ωραίους κόκκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κοκκος (< κόκκος), πρβλ. σκληρόκοκκος, χρυσόκοκκος].