καλλίκοκκος

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίκοκκος Medium diacritics: καλλίκοκκος Low diacritics: καλλίκοκκος Capitals: ΚΑΛΛΙΚΟΚΚΟΣ
Transliteration A: kallíkokkos Transliteration B: kallikokkos Transliteration C: kallikokkos Beta Code: kalli/kokkos

English (LSJ)

[ῐ], ον, with beautiful seeds, ῥόα Thphr. CP 1.9.2.

German (Pape)

[Seite 1310] schönkernig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίκοκκος: -ον, ἔχων ὡραίους κόκκους, ῥόα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 9, 2.

Greek Monolingual

καλλίκοκκος, -ον (Α)
(για ρόδι) αυτό που έχει ωραίους κόκκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κοκκος (< κόκκος), πρβλ. σκληρόκοκκος, χρυσόκοκκος].