λιπαρόσκηπτρος

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

λιπαρόσκηπτρος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπρό σκήπτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + σκῆπτρον.