μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
λιπαρόσκηπτρος, -ον (Α)αυτός που έχει λαμπρό σκήπτρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + σκῆπτρον.