λιποθυμέω
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
English (LSJ)
fall into a swoon, faint, Hp.Art.68, Mul.2.134, Plu. Them.10, Gal.1.139.
Greek (Liddell-Scott)
λῐποθῡμέω: ὡς καὶ νῦν, «λιγοθυμῶ», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 831, πρβλ. 652. 55, κτλ.· ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω.
German (Pape)
[ῡ], = λειποθυμέω, Hippocr., Jos.