λιπουρία

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. η παρουσία λιπιδίων στα ούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lipurie < lip(o)- (< λίπος) + -urie (< οὖρον)].