λοξοβλέπω
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
Greek Monolingual
1. βλέπω λοξά, στραβοκοιτάζω
2. βλέπω κάποιον με δυσαρέσκεια ή με κακία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στο Ν. I. Σαλτέλη].