λοξοβλέπω

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source

Greek Monolingual

1. βλέπω λοξά, στραβοκοιτάζω
2. βλέπω κάποιον με δυσαρέσκεια ή με κακία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στο Ν. I. Σαλτέλη].