γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
1. βλέπω λοξά, στραβοκοιτάζω2. βλέπω κάποιον με δυσαρέσκεια ή με κακία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στο Ν. I. Σαλτέλη].