ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
1. βλέπω λοξά, στραβοκοιτάζω2. βλέπω κάποιον με δυσαρέσκεια ή με κακία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στο Ν. I. Σαλτέλη].