λούμα

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

λοῦμα, -ατος, τὸ (AM) λούω
μσν.
λουτρό
αρχ.
1. ρυάκι
2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «λούματα
τὰ τῶν πτισσομένων κριθῶν ἄχυρα».