λυπομανής

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

-ές
αυτός που κατέχεται από συνεχή νοσηρή λύπη, ο παθολογικά μελαγχολικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + -μανής (< μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς].