λυσιμάχειος

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐμάχειος Medium diacritics: λυσιμάχειος Low diacritics: λυσιμάχειος Capitals: ΛΥΣΙΜΑΧΕΙΟΣ
Transliteration A: lysimácheios Transliteration B: lysimacheios Transliteration C: lysimacheios Beta Code: lusima/xeios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον,
A of Lysimachus, χρυσοῦς IG11(2).287 B 46 (Delos, iii B. C.), written -εος.
II Subst. λυσιμάχειος, ὁ, loose-strife, Lysimachia vulgaris, Dsc.4.3, Gal. 12.64; also λυσιμάχειον, τό, Paul.Aeg.7.3. (Freq. written λυσιμάχιον in codd.)

Greek Monolingual

λυσιμάχειος, και λυσιμάχεος -α, -ον (Α) Λυσίμαχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λυσίμαχο
2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ λυσιμάχειος, τὸ λυσιμάχειον
είδος βοτάνου.