λυσιτελῶ
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
Mantoulidis Etymological
(=ὠφελῶ). Ἀπό τό λυσιτελής (αὐτός πού πληρώνει τά ἔξοδα, ὠφέλιμος), σύνθετο ἀπό τό λύω (=πληρώνω) + τέλος (=φόρος).
Παράγωγα: λυσιτέλεια (=ὠφέλεια), λυσιτελούντως (=ὠφέλιμα), ἀλυσιτελής (=ἀνώφελος).