λυσσώπις

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Greek Monolingual

λυσσῶπις, -ιδος, ἡ (Α)
αυτή που έχει λυσσώδες βλέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -ῶπις(< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. βλοσυρώπις, γλαυκώπις].