λυχναράκι

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek Monolingual

το λυχνάρι
1. μικρό λυχνάρι
2. κοινή ονομασία ενός είδους του γένους βαλλωτή.