Full diacritics: λωδίκιον | Medium diacritics: λωδίκιον | Low diacritics: λωδίκιον | Capitals: ΛΩΔΙΚΙΟΝ |
Transliteration A: lōdíkion | Transliteration B: lōdikion | Transliteration C: lodikion | Beta Code: lwdi/kion |
v. λῶδιξ.
λωδίκι(ο)ν και λωτίκιον, τὸ (Α) λώδιξ
1. μικρή κουβέρτα, κλινοσκέπασμα
2. μανδύας, επενδύτης.