λῇδος
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
Greek (Liddell-Scott)
λῇδος: Δωρ. λᾷδος, -εος, τό, εὐτελὲς τριβώνιον ἢ χλαμύδιον παλαιόν, κυρίως ὡς τὸ θέριστρον, εὐτελὲς ἱμάτιον θερινόν, Ἀλκμὰν 96· συνηθέστερον ἐν τοῖς ὑποκοριστ. τύποις, λῄδιον ἢ λῃδίον, τό, καὶ λῃδάριον, ἃ ἴδε. - Κοινῶς φέρεται λῆδος, λήδιον ἄνευ τοῦ ὑπογραφομένου ι, καὶ ὁ τελευταῖος τύπος ἀπαντᾷ ἐν δοκίμῳ τινὶ Ἀττ. ἐπιγραφῇ (Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 45)· ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. εὑρίσκομεν τοὺς τύπους λαῖδος, λῄδιον.
Russian (Dvoretsky)
λῇδος: εος τό легкая одежда, плащ Arph.
German (Pape)
τό, auch λῆδος geschrieben, aber in λῃδάριον bei Ar. ist das ι subscriptum jetzt aufgenommen, und neben λῄδιον findet sich ληΐδιον (vgl. auch λαῖδος); die Vetera Lexica erkl. εὐτελὲς τριβώνιον.