μάραμα

From LSJ

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491

Greek Monolingual

το
μαρασμός, μάρανση, εξασθένηση, μαράγγιασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαραίνω, κατά τα ουδέτερα σε -μα].