Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
Menander, Monostichoi, 184
French (Bailly abrégé)
fut. de μαίομαι.
Russian (Dvoretsky)
μάσομαι: fut. к μαίομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μάσομαι: μέλλ., θὰ ἐγγίσω, θὰ ψηλαφήσω· ἴδε ἐν λ. *μάω ΙΙ.
Greek Monotonic
μάσομαι: πρόκειται να αγγίξω, μέλ. του *μάω I
I.