μάτισμα

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

το ματίζω
το να μακραίνει κανείς ένα αντικείμενο, σχοινί ή ξύλο, με προσθήκη άλλου κομματιού από το ίδιο υλικό.