μέθυσμα
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
-ατος, τό, an intoxicating drink, LXX 1 Ki.1.15, Je.13.13, Ph.1.324, al.: metaph., ib.296.
German (Pape)
[Seite 114] τό, ein berauschender Trank, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
μέθυσμα: τό, ποτὸν μεθυστικόν, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Α΄, 15, Ἰερ. ΙΓ΄, 13).
Greek Monolingual
μέθυσμα (ΑM, Μ και μέθυσμαν, τὸ) μεθύω
μέθη, μεθύσι
αρχ.
μεθυστικό ποτό.