μίξοδος
From LSJ
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
German (Pape)
[Seite 189] ἡ, = Vorigem, Hesych.
Greek Monolingual
η (Α μίξοδος)
νεοελλ.
ναυτ.
1. οπή στα ύφαλα του πλοίου από την οποία ρουφούν νερό οι αντλίες που ψύχουν τις μηχανές ή παρέχουν νερό για το πλύσιμο του καταστρώματος
2. οι οπές που υπάρχουν στις βάσεις τών νομέων για την καλύτερη άντληση του νερού το οποίο εισρέει στο κύτος καθώς και οι οπές τών δεξαμενών για τη διαφυγή αερίων
αρχ.
η μιξοδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + ὀδός.