ὀδός
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
v. οὐδός.
French (Bailly abrégé)
att. c. οὐδός.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ὀδός: ὁ атт. = οὐδός I.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδός: ὁ, Ἀττ. τοῦ οὐδός.
Greek Monolingual
(I)
η (ΑΜ ὁδός, Α ιων. τ. οὐδός)
1. λωρίδα εδάφους κατάλληλα διαμορφωμένη για τη μετάβαση πεζών ή οχημάτων από έναν τόπο σε άλλον ή από ένα σημείο σε άλλο, δρόμος (α. «οδός Σταδίου» β. «εθνική οδός» γ. «ἡ ὁδὸς ἡ εἰς ἄστυ ἐπιτηδεία πορευομένοις», Πλάτ.)
2. μτφ. τρόπος ενέργειας, μέθοδος, μέσο, σύστημα (α. «ακολουθείς λανθασμένη οδό» β. «ἄδικον ὁδὸν ἰέναι», Θουκ.)
3. φρ. α) «καθ' οδόν» και, ιων. τ. της αρχ., «κατ' ὁδόν» και, αττ. τ. της αρχ., «κατὰ τὴν ὁδόν» — κατά τη διάρκεια πορείας, ταξιδιού, ενώ βρίσκεται ή βαδίζει κανείς στον δρόμο («έφυγε πριν από τρεις ώρες και τώρα βρίσκεται καθ' οδόν»)
β) «εν μέση οδώ» — καταμεσής του δρόμου
γ) «οδός του θεού» και «ευθεία οδός» και «οδός της αρετής» ή, απλώς, «οδός»
μτφ. ο σύμφωνος με τις εντολές του θεού τρόπος ζωής
δ) «οδός της απώλειας» — ηθική διαφθορά, ανηθικότητα, ακολασία
νεοελλ.
1. μτφ. α) διαδρομή, κατεύθυνση, τρόπος επικοινωνίας (α. «εμπορική οδός» β. «ναυτιλιακή οδός» γ. «οδός της μετάξης»)
β) δίοδος, πέρασμα («αναπνευστική οδός»)
2. φρ. α) «εν μέση οδώ» — μπροστά στα μάτια όλων, ενώπιον όλων («τήν επέπληξε εν μέση οδώ»)
β) «πλάγια οδός»
μτφ. πλάγιος τρόπος, πλάγια μέθοδος
μσν.-αρχ.
φρ. «ὁδοῦ πάρεργον» — με δευτερεύουσα σημασία, παρέργως («ἄ σοι πάρεργον ὁδοῦ πρὸς θήραν συνήραντο», Νικ. Χων.)
αρχ.
1. ταξίδι διά ξηράς ή διά θαλάσσης
2. αιφνίδια επιδρομή εναντίον εχθρών ή, κατ' άλλους, ενέδρα
3. σχήμα, μορφή («τριφασίας ὁδοὺς τρέπεται», Ηροδ.
τρέπεται σε τρία σχήματα)
4. μουσ. η κατεύθυνση της μελωδικής κίνησης «ἐπὶ τῷ ὀξύ», δηλ. προς τα άνω, ή «ἐπὶ τῷ βαρύ», δηλ. προς τα κάτω
5. φρ. α) «πρὸ ὁδοῦ»
i) εμπρός, περαιτέρω («οἱ δ' ἐπεὶ οὖν ᾤχοντο ἰδὲ πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο», Ομ. Ιλ.)
ii) ως επίθ. ωφέλιμος, χρήσιμος («πρὸ ὁδοῦ εἶναι πρός τι», Αριστοτ.)
β) «ποταμοῦ ὁδός» — η πορεία του ποταμού, η κοίτη του ποταμού
γ) «ὁδὸν τέμνω» — κόβω ή ανοίγω δρόμο
δ) «ὁδῷ» και «καθ' ὁδόν» — με μέθοδο, με σύστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμενη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας sed- «πηγαίνω» και συνδέεται με αρχ. σλαβ. chodŭ «βάδισμα, δρόμος», ρωσ. chod «βάδισμα, ποηεία», αρχ. ινδ. ā-sad- «πλησιάζω, προχωρώ», αβεστ. apa-had- «απομακρύνομαι». Η ρίζα sed- με σημ. «πηγαίνω» πρέπει να διαχωριστεί από τη ρίζα sed- με σημ. «κάθομαι» (πρβλ. εζομαι, λατ. sedeo). Η λ. ὁδός «δρόμος, πορεία, διαδρομή, ταξίδι» χρησιμοποιείται μεταφορικά και με σημ. «μέθοδος, τρόπος για την επίτευξη σκοπού» και επομένως έχει ευρύτερο σημασιολογικό περιεχόμενο από τη συνώνυμη λ. κέλευθος «δρόμος, πορεία». Το θηλ. γένος, τέλος, της λ. οφείλεται σε αναλογία προς τα: κέλενθος, ἀτραπός (πρβλ. λατ. via).
ΠΑΡ. οδεύω, οδίτης
αρχ.
όδιος, όδισμα, οδώ (Ι), οδώ (ΙΙ)
αρχ.-μσν.
οδαίος
νεοελλ.
οδικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οδηγός, οδοιπόρος, οδόμέτρο(ν), οδοποιός, οδοφύλαξ (-κας)
αρχ.
οδοιδόκος, οδοιπλανώ, οδουρός
μσν.
οδοιπλανής, οδοσκοπώ, ο
δοστάτης, οδοχνούς
μσν.- νεοελλ.
οδηγέτης, οδοδείκτης, οδοστρωσία
νεοελλ.
οδαγωγός, οδογράφος, οδομαχία, οδομετρία, οδονομία, οδόσημο, οδόστρωμα, ο
δόστρωση, οδοστρωτήρας, οδοταχύμετρο, οδόφραγμα. (Β' συνθετικό) αδιέξοδος, αμέθοδος, ανείσοδος, ανέξοδος, άνοδος, απερίοδος, απρόσοδος, διέξοδος, δίοδος, είσοδος, εμμέθοδος, έξοδος, επάνοδος, ευμέθοδος, έφοδος, κάθοδος, μακροπερίοδος, μέθοδος, πάροδος, περίοδος, πολυέξοδος, πρόοδος, πρόσοδος, σύνοδος, τρίοδος
αρχ.
άμφοδος, ανεπάνοδος, ανέφοδος, αντέξοδος, αντεπείσοδος, αντεπέξοδος, απρόοδος, αρχέφοδος, άφοδος, διάμφοδος, δισπερίοδος, δυσδιέξοδος, δυσδίοδος, δυσείσοδος, δυσέξοδος, δυσέφοδος, δυσκάθοδος, δύσοδος, δυσπάροδος, δυσπρόσοδος, εμπερίοδος, εμπρόσοδος, ένοδος, επείσοδος, επέξοδος, επιπάροδος, ενδιέξοδος, ευδίοδος, ευέξοδος, ευέφοδος, εύοδος, ευπρόσοδος, ευρύοδος, κολοδοδιέξοδος, μεγαλάμφοδος, μίξοδος, νυκτιδιέξοδος, πανενέφοδος, παρείσοδος, παρέξοδος, περιάμφοδος, πλατνάμφοδος, προέξοδος, τετράοδος, τρισπερίοδος, τριπάροδος, υπέξοδος, υστεροπερίοδος, φιλέξοδος, ψευδέφοδος
νεοελλ.
αντέφοδος, αντισύνοδος, ημιπερίοδος, κρυσταλλοδίοδος, μικροπερίοδος, ολιγοέξοδος, φιλοπρόοδος, ψευδοσύνοδος.
(II)
ὀδός, ὁ (Α)
(αττ. τ.) βλ. ουδός (Ι).
Frisk Etymological English
2.
Grammatical information: m.
Meaning: threshold
See also: s. οὑδός.
Frisk Etymology German
ὀδός: 2.
{odós}
Grammar: m.
Meaning: Schwelle
See also: s. οὐδός.
Page 2,350