μαγάρι
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
Greek Monolingual
(Μ μαγάρι)
1. μακάρι, είθε («μαγάρι ας ήτο βολετό, μαγάρι να το μπόρου», Ερωτόκρ.)
2. έστω, ακόμη και («μαγάρι με τη γλώσσα σου σήμερο βουήθησέ μου», Ερωτόκρ.)
3. φρ. α) «μαγάρι ας» — έστω κι αν
β) «σκιάς μαγάρι» — τουλάχιστον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε κατ' επίδραση του ιταλ. magari].