μαγάρι
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Greek Monolingual
(Μ μαγάρι)
1. μακάρι, είθε («μαγάρι ας ήτο βολετό, μαγάρι να το μπόρου», Ερωτόκρ.)
2. έστω, ακόμη και («μαγάρι με τη γλώσσα σου σήμερο βουήθησέ μου», Ερωτόκρ.)
3. φρ. α) «μαγάρι ας» — έστω κι αν
β) «σκιάς μαγάρι» — τουλάχιστον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε κατ' επίδραση του ιταλ. magari].