μαγάρι
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
(Μ μαγάρι)
1. μακάρι, είθε («μαγάρι ας ήτο βολετό, μαγάρι να το μπόρου», Ερωτόκρ.)
2. έστω, ακόμη και («μαγάρι με τη γλώσσα σου σήμερο βουήθησέ μου», Ερωτόκρ.)
3. φρ. α) «μαγάρι ας» — έστω κι αν
β) «σκιάς μαγάρι» — τουλάχιστον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε κατ' επίδραση του ιταλ. magari].