ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Full diacritics: μαιμᾰ́χης | Medium diacritics: μαιμάχης | Low diacritics: μαιμάχης | Capitals: ΜΑΙΜΑΧΗΣ |
Transliteration A: maimáchēs | Transliteration B: maimachēs | Transliteration C: maimachis | Beta Code: maima/xhs |
ὑβριστής, Zonar.
μαιμάχης (Α)
(κατά τον Ζωναρά) «ὑβριστής».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαιμῶ, με ανερμήνευτο δασύ φθόγγο].