μανιοποιός

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰνιοποιός Medium diacritics: μανιοποιός Low diacritics: μανιοποιός Capitals: ΜΑΝΙΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: maniopoiós Transliteration B: maniopoios Transliteration C: maniopoios Beta Code: maniopoio/s

English (LSJ)

μανιοποιόν, maddening, Polyaen.8.43, Sch.Il.6.132.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰνιοποιός: -όν, ὁ προξενῶν μανίαν, Πολύαιν. 8. 43, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ζ. 132· - ἐντεῦθεν, μανιοποιέω ἐν Vol. Hercul. Ox. 1. σ. 67.

Greek Monolingual

μανιοποιός, -όν (Α)
αυτός που καθιστά κάποιον μανιώδη, αυτός που προκαλεί μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μανία + -ποιός].

German (Pape)

rasend machend; Schol. Il. 6.132; Polyaen. 8.43.