μανταλώνω

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source

Greek Monolingual

(Α μανδαλῶ, -όω, Μ μανταλώνω) μάνταλο
κλείνω από μέσα την πόρτα ή το παράθυρο με μάνταλο, αμπαρώνω
νεοελλ.
περιορίζω, φυλακίζω κάποιον στο σπίτι.