καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
(Α μανδαλῶ, -όω, Μ μανταλώνω) μάνταλοκλείνω από μέσα την πόρτα ή το παράθυρο με μάνταλο, αμπαρώνωνεοελλ.περιορίζω, φυλακίζω κάποιον στο σπίτι.