μαντομάγος

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287

Greek (Liddell-Scott)

μαντομάγος: ὁ, = μάντις καὶ μάγος ὁ αὐτός, Εὐδοκ. Μ. 287.

Greek Monolingual

μαντομάγος, ὁ (Μ)
μάντης και μάγος μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάντης + μάγος].