μαξιλάρωμα
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
το
1. το χτύπημα κάποιου με μαξιλάρια
2. η εξακόντιση τών μαξιλαριών τών καθισμάτων από τους θεατές κατά της σκηνής του θεάτρου ως τρόπος αποδοκιμασίας του συγγραφέα ή τών ηθοποιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλαρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εστία].