μαραίπους

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαραίπους Medium diacritics: μαραίπους Low diacritics: μαραίπους Capitals: ΜΑΡΑΙΠΟΥΣ
Transliteration A: maraípous Transliteration B: maraipous Transliteration C: maraipous Beta Code: marai/pous

English (LSJ)

μεμαρασμένος τοὺς πόδας, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μαραίπους: «ὁ μεμαρασμένος τοὺς πόδας» Ἡσύχ.

German (Pape)

-ποδος, erkl. Hesych. ὁ μεμαρασμένος τοὺς πόδας.