μαρμαροπελεκητός

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από πελεκητό, λείο μάρμαρο
2. μτφ. (κυρίως για χέρια και λαιμό γυναίκας) λείος και λευκός σαν μάρμαρο (έχεις το λαιμό χυτό, μαρμαροπελεκητό», δημ. τραγούδι).