μαστίο

From LSJ

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source

Greek Monolingual

το (Α μαστίον) μαστός
νεοελλ.
ανατ. διφυής σχηματισμός της βάσης του εγκεφαλικού στελέχους
αρχ.
κύπελλο με σχήμα μαστού.