ματαιοσπουδώ

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244

Greek Monolingual

(Α ματαιοσπουδῶ, -έω)
ασχολούμαι με πράγματα ανάξια λόγου, με πράγματα ανώφελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. ματαιόσπουδος].