ματαιοσπουδώ

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

(Α ματαιοσπουδῶ, -έω)
ασχολούμαι με πράγματα ανάξια λόγου, με πράγματα ανώφελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. ματαιόσπουδος].