μαυρειδερός
From LSJ
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
Greek Monolingual
και μαυριδερός, -ή, -ό (Μ μαυριδερός, -ή, -όν)
μελαχρινός, με σκούρο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + κατάλ. -ειδερός (< -ειδής). Η κατάλ. -ιδερός είναι άλλη μορφή της κατάλ. -ειδερός, που είναι η ορθή (πρβλ. ασπριδερός)].