μαψίφωνος

From LSJ

Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 398
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαψῐφωνος Medium diacritics: μαψίφωνος Low diacritics: μαψίφωνος Capitals: ΜΑΨΙΦΩΝΟΣ
Transliteration A: mapsíphōnos Transliteration B: mapsiphōnos Transliteration C: mapsifonos Beta Code: mayi/fwnos

English (LSJ)

μαψίφωνον, = μαψιλόγος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μαψίφωνος: -ον, = μαψιλόγος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μαψίφωνος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ο μαψιλόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (ΙΙ) + -φωνος (< φωνή), πρβλ. υψί-φωνος, σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος.

German (Pape)

μαψιλόγος, Hesych.