μεγαλόπτωχος

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόπτωχος Medium diacritics: μεγαλόπτωχος Low diacritics: μεγαλόπτωχος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΤΩΧΟΣ
Transliteration A: megalóptōchos Transliteration B: megaloptōchos Transliteration C: megaloptochos Beta Code: megalo/ptwxos

English (LSJ)

ὁ, magnificently poor, Διογένης τοὺς μεγάλα καὶ ἀθρόα λαμβάνοντας μεγαλοπτώχους ἐκάλει Stob.3.10.62.

German (Pape)

[Seite 107] ein großer Armer, sehr arm, Stob.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόπτωχος: ὁ, ὁ λίαν πτωχός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στοβ.

Greek Monolingual

μεγαλόπτωχος, ὁ (Α)
φτωχός που φέρεται με μεγαλειώδη τρόπο.